συχνιός

συχνιός
-ά, -ό, Ν
(ιδιωμ. τ.) βλ. συχνός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συχνός — ή, ό / συχνός, ή, όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. συχνιός, ά, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αυτός που επαναλαμβάνεται πολλές φορές, αλλεπάλληλος (α. «μάς κάνει συχνές επισκέψεις τον τελευταίο καιρό» β. «μάλα γε συχνὸν εἶδος»,… …   Dictionary of Greek

  • συχνάζω — ΝΜΑ, και συχνιάζω Ν [συχνός / συχνιός] πηγαίνω σε ένα μέρος συχνά, είμαι τακτικός θαμώνας κάπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”